Βαθύ Κόκκινο » Κόσμος » Τα οδυνηρά πάθη του Κουρδικού λαού από τον ατελείωτο
πόλεμο
Τα οδυνηρά πάθη του Κουρδικού λαού από τον ατελείωτο πόλεμο
Μπαράζ δημοσιευμάτων
αναφέρεται στα συνεχή πλήγματα που προκαλούν οι Κούρδοι αντάρτες στις Τουρκικές
στρατιωτικές δυνάμεις. Επιχειρήσεις που με την σειρά τους ωθούν το Τουρκικό
στρατιωτικό κατεστημένο να κινητοποιήσει τεράστιες δυνάμεις για να εντοπίσει και
εξολοθρεύσει τους αντάρτες του ΡΚΚ, ενώ η εκδικητική μανία ξεσπά συνήθως στους
αμάχους και έρχεται να προστεθεί στην στυγνή καταπίεση που ασκούν οι
στρατιωτικές και πολυποίκιλες αρχές του Τουρκικού κράτους.
Αυτή την πραγματικότητα αναδεικνύει το κείμενο από το Κουρδικό πρακτορείο Φιράτ (28/6/2012) με τίτλο «ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΤΖΕΒΑΧΙΡ ΚΙΛΙΤΣ». Τα όσα καταγγέλλονται ξυπνούν μνήμες από τον Ελληνικό Εμφύλιο, αφού οι απάνθρωπες μέθοδοι της αστικής εξουσίας είναι κοινές. Η κυβέρνηση Ερντογάν καλλιέργησε προσδοκίες επίλυσης του Κουρδικού Ζητήματος που γρήγορα διέψευσε με τον καιροσκοπισμό και τον τυχοδιωκτισμό της. Για να τη διαδεχτεί ο εθνικισμός και ο ρατσισμός, το αίμα και ο πόνος, η διόγκωση των κοινωνικών αδιεξόδων και η ακραία κρατική βαναυσότητα, που ακολουθεί τα μαθήματα αυταρχισμού και απανθρωπιάς του τουρκικού ιστορικού παρελθόντος, πολιτική συμπεριφορά που επιβάλλουν οι ιμπεριαλιστικές βλέψεις του αστικού κατεστημένου και που εντάσσονται στο Νεοοθωμανικό Δόγμα.
Όπως αναφέρει το κείμενο «Η ζωή της Τζεβαχίρ Κιλίτς και των 7 παιδιών της, μετατράπηκε σε κόλαση όταν ο άντρας της και δύο από τα παιδιά της εντάχθηκαν στο ΠΚΚ. Όλα για την Τζεβαχίρ Κιλίτς άρχισαν στις 20-2-1993 όταν οι στρατιώτες έκαψαν το χωριό τους το Σέχρικα. Στις 20-2-1993 τουρκικές κρατικές δυνάμεις ασφαλείας επέδραμαν στο χωριό Μπάνα.
Μπήκαν στο χωριό 4 το πρωί, σήκωσαν τον κόσμο από τα κρεβάτια τους και ημίγυμνους και ξυπόλυτους τους συγκέντρωσαν όλους στην πλατεία του χωριού. Γυναίκες, παιδιά, γέροι, άρρωστοι, όλους χωρίς διακρίσεις τους είχαν εκεί να περιμένουν 12 ώρες στο χιόνι. Τους άντρες τους έβαλαν μπροστά στα μάτια των συζύγων τους να ξαπλώσουν πάνω στο χιόνι. Από τους πυροβολισμούς που έκαναν κατά την έφοδο πέθανε επιτόπου η 5χρονη Ακιντέ Εκίν. 25 σπίτια πυρπολήθηκαν και πολλά ζώα χάθηκαν. Στο χωριό συνελήφθησαν 44 άτομα –η μία ήταν γυναίκα- και μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο. Αλλά η μέρα για τους χωρικούς της Μπάνα δεν είχε τελειώσει ακόμη. Αυτά που έγιναν εκείνη την εποχή περιέγραψε στο Φιράτ η τότε κάτοικος Τζεβαχίρ Κιλίτς. Η Τζεβαχίρ Κιλίτς υπέστη κάθε είδους καταπίεση από το κράτος και τον στρατό διότι ο άντρας της και δύο της παιδιά είχαν ενταχθεί στις τάξεις του ΠΚΚ. Ο πόνος και τα βάσανα που άρχισαν με την πυρπόληση του χωριού στις 20-2-1991 συνεχίστηκαν μέχρι τα τέλη του 1994. Κάθε στιγμή μέσα σε αυτό το ενάμιση έτος ήταν πικρή. Η Τζεβαχίρ Κιλίτς περιγράφει ως εξής αυτά που έζησε:
Ο Σαμπρί Κιλίτς αφού εντάχθηκε στο ΠΚΚ δεν περνούσε από το σπίτι. Μια μέρα άκουσα πως βρισκόταν στο χωριό Μπάνα. Τότε αποφάσισα να πάω εκεί. Πήρα τα κορίτσια μου την Νεβρόζ και την Μπεσνά και βγήκα από το σπίτι. Τότε ήταν εποχή με χιόνια, υπήρχαν μέρη με μισό μέτρο χιόνι. Πριν να φτάσω στην κοιλάδα που οδηγούσε στο χωριό Μπάνα, κατάλαβα πως υπήρχε στρατιωτική επιχείρηση. Μονάδες από Μπάσα, Ζέβε και Φιντικέ είχαν εκδράμει στις 5 το πρωί στο χωριό Μπάνα. Στο βουνό, στα βράχια, στα δέντρα, παντού υπήρχαν στρατιώτες¨.
Πριν να φτάσει στο χωριό την σταματάνε δύο στρατιώτες και την ρωτάνε που πάει. Τότε η Τζεβαχίρ Κιλίτς τους δείχνει το κορίτσι που είχε στην αγκαλιά της και του λέει πως το πάει νοσοκομείο. Τότε αυτοί την πάνε μαζί με τα κορίτσια της στον ανθυπολοχαγό. Αυτός τους δίνει έναν συνεργάτη ονόματι Οσμάν Αγιάζ και του λέει να τις πάει μέχρι το χωριό. Η Τζεβαχίρ Κιλίτς λέει πως όταν έφτασαν στο χωριό υπήρχαν στρατιώτες παντού και πως ¨ Είχαν συγκεντρώσει όλους τους άντρες του χωριού στην πλατεία και τους είχαν ξαπλώσει κάτω ανάσκελα. Νεκροί ήταν, ζωντανοί ήταν δεν ξέρω. Εμένα με έστειλαν εκεί που ήταν οι γυναίκες.
¨ΕΚΑΨΑΝ 25 ΣΠΙΤΙΑ¨
Οι στρατιωτικοί έδωσαν στους χωρικούς 3 μέρες διορία και τους απείλησαν λέγοντας πως ¨Από εδώ θα φύγετε. Εάν μείνετε δεν θα αφήσουμε κανέναν ζωντανό¨. Μετά από αυτήν την απειλή οι στρατιώτες έριξαν βενζίνη στα σπίτια και άρχισαν να τα καίνε μαζί με τα ζώα που υπήρχαν στους αχυρώνες. Τα σπίτια χωρίς ανθρώπους βρέθηκαν μέσα σε πύρινε φλόγες ενώ ζώα που υπήρχαν σε αχυρώνες κάηκαν ζωντανά βγάζοντας κραυγές. Η Τζεβαχίρ Κιλίτς περιγράφει εκείνη την σκηνή ως εξής : Τα ζώα με αγωνία χτυπάνε τους τοίχους και μουγκρίζουν, και στο τέλος κάποιοι τοίχοι σπάνε. Τα ζώα έχοντας πετύχει να βγούνε έξω έρχονται πάνω μας και μας επιτίθενται σαν πύρινες μπάλες. Εκείνη την νύχτα έκαψαν ακριβώς 25 σπίτια. Και σκότωσαν χιλιάδες ζώα καίγοντας τα ζωντανά.
Ξαφνικά ακούστηκαν ήχοι όπλων, Όλοι οι στρατιώτες έπεσαν κάτω και άρχισαν να πυροβολούνε. Τότε μια σφαίρα πήγε στο παιδί της νέας γυναίκας. Η σφαίρα έσκισε και διαπέρασε την κοιλιά του παιδιού. Τα έντερα του έπεσαν κάτω. Το παιδί πέθανε εκεί. Η σύγκρουση δεν κράτησε 5-10 λεπτά και σταμάτησε. Κανείς δεν ήξερε ποιος πυροβόλησε και γιατί. Αργότερα είπαν πως πυροβόλησε ένας από τους στρατιώτες. Η νέα εκείνη κοπέλα πήρε το παιδί στην αγκαλιά της και δεν το άφηνε για τρεις μέρες. Πιστέψαμε πως τρελάθηκε. Την Τρίτη μέρα το πήραμε από την αγκαλιά της και το θάψαμε¨.
¨ΤΟΝ ΡΕΣΟΥΛ ΤΟΝ ΕΚΑΨΑΝ ΖΩΝΤΑΝΟ¨
Μετά από την σύγκρουση οι στρατιώτες πιάνουν αυτή τη φορά τον συγγενή της Τζεβαχίρ Κιλίτς τον Ρεσούλ, του δένουν τα χέρια και στελέχη των ειδικών δυνάμεων τον δέρνουν του θανατά. Μετά του έριξαν ένα μπιτόνι βενζίνη πάνω του και τον έκαψαν ζωντανό. Ο Ρεσούλ μετατράπηκε σε μπάλα φωτιάς, κραυγάζει και ουρλιάζει. Οι γυναίκες προσπάθησαν να τον σβήσουν αλλά τις εμπόδισαν οι στρατιώτες και τις χτύπησαν με τον υποκόπανο του όπλου. Στο μεταξύ ο Ρεσούλ κυλιέται κάτω αλλά για κάποιο διάστημα η φωτιά δεν σβήνει. Εντέλει επειδή στο χώμα είχε πολύ χιόνι έσβησε η φωτιά, αλλά όλο του το δέρμα ήταν καμένο. Οι συγγενείς του για να απαλύνουν τους πόνους του αργότερα, επί ένα μήνα τον κυλούσαν πάνω στα χιόνια¨.
¨Για 13 μέρες μείναμε σε εκείνες τις σκηνές. Την 13η μέρα ήρθε ένας στρατιώτης και ου είπε πως με καλεί ο συνταγματάρχης. Τότε σκέφτηκα πως ¨Πάει χάνομαι¨. Και πήρα μαζί μου και το μωρό στην αγκαλιά για να με λυπηθεί. Βγήκα μπροστά του. Γύρισε και με κοίταξε στο πρόσωπο.
- Ο Σαμπρί είναι ο άντρας σου
- Ναι
- Ο Σαμέτ είναι γιός σου ;
- Ναι
- Η Ζαχιντέ είναι η κόρη σου ;
- Ναι
Με έδειξε με το δάχτυλο και μου είπε ¨Πες την αλήθεια, πού είναι ;¨. Ξαφνικά ήρθε καταπάνω μου, πήρε το παιδί από τα χέρια μου και το πέταξε κάτω. Εγώ έπεσα πάνω από το παιδί μου, και αυτός άρχισε να με κλωτσά. Στο μεταξύ μου φώναζε ¨Σου λέω να μας πεις την αλήθεια και εσύ επαναλαμβάνεις τα ψέματα. Μας έχεις για βλάκες;¨. Όταν ηρέμησε είπε στους στρατιώτες που ήταν στην πόρτα ¨Πάρτε την¨».
Το άρθρο αναδεικνύει το πραγματικό πρόσωπο του πολέμου, φωτίζει τους λόγους που ωθούν χιλιάδες ανθρώπους να πάρουν τους δρόμους της προσφυγιάς. Μεταξύ αυτών και οι εκατοντάδες Κούρδοι Πολιτικοί Πρόσφυγες που ζουν στα στρατόπεδα του Λαυρίου και αφήνονται να πεινάσουν εξαιτίας της βαναυσότητας του ελληνικού κράτους και της κτηνωδίας των αρχών του ΟΗΕ και της Ε.Ε.
Θεωρούμε ότι μόνο ο δρόμος του εργατικού διεθνισμού και της αλληλεγγύης απομένει στον κόσμο της εργασίας που με τους κοινούς του αγώνες πρέπει να ανατρέψει και στις δύο ακτές του Αιγαίου, τις κυβερνήσεις της αντεργατικής λαίλαπας, του κρατικού αυταρχισμού και των πολεμικών τυχοδιωκτισμών. Η υπεράσπιση των μεταναστών και των μειονοτικών πληθυσμών είναι αποκλειστικά υπόθεση των κοινωνικών κινημάτων και όχι των «Μητέρων Πατρίδων», της Εκκλησίας και του Ισλάμ, των Γκρίζων Λύκων και της ναζιστικής Χρυσής Αυγής.
ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
Αυτή την πραγματικότητα αναδεικνύει το κείμενο από το Κουρδικό πρακτορείο Φιράτ (28/6/2012) με τίτλο «ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΤΖΕΒΑΧΙΡ ΚΙΛΙΤΣ». Τα όσα καταγγέλλονται ξυπνούν μνήμες από τον Ελληνικό Εμφύλιο, αφού οι απάνθρωπες μέθοδοι της αστικής εξουσίας είναι κοινές. Η κυβέρνηση Ερντογάν καλλιέργησε προσδοκίες επίλυσης του Κουρδικού Ζητήματος που γρήγορα διέψευσε με τον καιροσκοπισμό και τον τυχοδιωκτισμό της. Για να τη διαδεχτεί ο εθνικισμός και ο ρατσισμός, το αίμα και ο πόνος, η διόγκωση των κοινωνικών αδιεξόδων και η ακραία κρατική βαναυσότητα, που ακολουθεί τα μαθήματα αυταρχισμού και απανθρωπιάς του τουρκικού ιστορικού παρελθόντος, πολιτική συμπεριφορά που επιβάλλουν οι ιμπεριαλιστικές βλέψεις του αστικού κατεστημένου και που εντάσσονται στο Νεοοθωμανικό Δόγμα.
Όπως αναφέρει το κείμενο «Η ζωή της Τζεβαχίρ Κιλίτς και των 7 παιδιών της, μετατράπηκε σε κόλαση όταν ο άντρας της και δύο από τα παιδιά της εντάχθηκαν στο ΠΚΚ. Όλα για την Τζεβαχίρ Κιλίτς άρχισαν στις 20-2-1993 όταν οι στρατιώτες έκαψαν το χωριό τους το Σέχρικα. Στις 20-2-1993 τουρκικές κρατικές δυνάμεις ασφαλείας επέδραμαν στο χωριό Μπάνα.
Μπήκαν στο χωριό 4 το πρωί, σήκωσαν τον κόσμο από τα κρεβάτια τους και ημίγυμνους και ξυπόλυτους τους συγκέντρωσαν όλους στην πλατεία του χωριού. Γυναίκες, παιδιά, γέροι, άρρωστοι, όλους χωρίς διακρίσεις τους είχαν εκεί να περιμένουν 12 ώρες στο χιόνι. Τους άντρες τους έβαλαν μπροστά στα μάτια των συζύγων τους να ξαπλώσουν πάνω στο χιόνι. Από τους πυροβολισμούς που έκαναν κατά την έφοδο πέθανε επιτόπου η 5χρονη Ακιντέ Εκίν. 25 σπίτια πυρπολήθηκαν και πολλά ζώα χάθηκαν. Στο χωριό συνελήφθησαν 44 άτομα –η μία ήταν γυναίκα- και μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο. Αλλά η μέρα για τους χωρικούς της Μπάνα δεν είχε τελειώσει ακόμη. Αυτά που έγιναν εκείνη την εποχή περιέγραψε στο Φιράτ η τότε κάτοικος Τζεβαχίρ Κιλίτς. Η Τζεβαχίρ Κιλίτς υπέστη κάθε είδους καταπίεση από το κράτος και τον στρατό διότι ο άντρας της και δύο της παιδιά είχαν ενταχθεί στις τάξεις του ΠΚΚ. Ο πόνος και τα βάσανα που άρχισαν με την πυρπόληση του χωριού στις 20-2-1991 συνεχίστηκαν μέχρι τα τέλη του 1994. Κάθε στιγμή μέσα σε αυτό το ενάμιση έτος ήταν πικρή. Η Τζεβαχίρ Κιλίτς περιγράφει ως εξής αυτά που έζησε:
Ο Σαμπρί Κιλίτς αφού εντάχθηκε στο ΠΚΚ δεν περνούσε από το σπίτι. Μια μέρα άκουσα πως βρισκόταν στο χωριό Μπάνα. Τότε αποφάσισα να πάω εκεί. Πήρα τα κορίτσια μου την Νεβρόζ και την Μπεσνά και βγήκα από το σπίτι. Τότε ήταν εποχή με χιόνια, υπήρχαν μέρη με μισό μέτρο χιόνι. Πριν να φτάσω στην κοιλάδα που οδηγούσε στο χωριό Μπάνα, κατάλαβα πως υπήρχε στρατιωτική επιχείρηση. Μονάδες από Μπάσα, Ζέβε και Φιντικέ είχαν εκδράμει στις 5 το πρωί στο χωριό Μπάνα. Στο βουνό, στα βράχια, στα δέντρα, παντού υπήρχαν στρατιώτες¨.
Πριν να φτάσει στο χωριό την σταματάνε δύο στρατιώτες και την ρωτάνε που πάει. Τότε η Τζεβαχίρ Κιλίτς τους δείχνει το κορίτσι που είχε στην αγκαλιά της και του λέει πως το πάει νοσοκομείο. Τότε αυτοί την πάνε μαζί με τα κορίτσια της στον ανθυπολοχαγό. Αυτός τους δίνει έναν συνεργάτη ονόματι Οσμάν Αγιάζ και του λέει να τις πάει μέχρι το χωριό. Η Τζεβαχίρ Κιλίτς λέει πως όταν έφτασαν στο χωριό υπήρχαν στρατιώτες παντού και πως ¨ Είχαν συγκεντρώσει όλους τους άντρες του χωριού στην πλατεία και τους είχαν ξαπλώσει κάτω ανάσκελα. Νεκροί ήταν, ζωντανοί ήταν δεν ξέρω. Εμένα με έστειλαν εκεί που ήταν οι γυναίκες.
¨ΕΚΑΨΑΝ 25 ΣΠΙΤΙΑ¨
Οι στρατιωτικοί έδωσαν στους χωρικούς 3 μέρες διορία και τους απείλησαν λέγοντας πως ¨Από εδώ θα φύγετε. Εάν μείνετε δεν θα αφήσουμε κανέναν ζωντανό¨. Μετά από αυτήν την απειλή οι στρατιώτες έριξαν βενζίνη στα σπίτια και άρχισαν να τα καίνε μαζί με τα ζώα που υπήρχαν στους αχυρώνες. Τα σπίτια χωρίς ανθρώπους βρέθηκαν μέσα σε πύρινε φλόγες ενώ ζώα που υπήρχαν σε αχυρώνες κάηκαν ζωντανά βγάζοντας κραυγές. Η Τζεβαχίρ Κιλίτς περιγράφει εκείνη την σκηνή ως εξής : Τα ζώα με αγωνία χτυπάνε τους τοίχους και μουγκρίζουν, και στο τέλος κάποιοι τοίχοι σπάνε. Τα ζώα έχοντας πετύχει να βγούνε έξω έρχονται πάνω μας και μας επιτίθενται σαν πύρινες μπάλες. Εκείνη την νύχτα έκαψαν ακριβώς 25 σπίτια. Και σκότωσαν χιλιάδες ζώα καίγοντας τα ζωντανά.
Ξαφνικά ακούστηκαν ήχοι όπλων, Όλοι οι στρατιώτες έπεσαν κάτω και άρχισαν να πυροβολούνε. Τότε μια σφαίρα πήγε στο παιδί της νέας γυναίκας. Η σφαίρα έσκισε και διαπέρασε την κοιλιά του παιδιού. Τα έντερα του έπεσαν κάτω. Το παιδί πέθανε εκεί. Η σύγκρουση δεν κράτησε 5-10 λεπτά και σταμάτησε. Κανείς δεν ήξερε ποιος πυροβόλησε και γιατί. Αργότερα είπαν πως πυροβόλησε ένας από τους στρατιώτες. Η νέα εκείνη κοπέλα πήρε το παιδί στην αγκαλιά της και δεν το άφηνε για τρεις μέρες. Πιστέψαμε πως τρελάθηκε. Την Τρίτη μέρα το πήραμε από την αγκαλιά της και το θάψαμε¨.
¨ΤΟΝ ΡΕΣΟΥΛ ΤΟΝ ΕΚΑΨΑΝ ΖΩΝΤΑΝΟ¨
Μετά από την σύγκρουση οι στρατιώτες πιάνουν αυτή τη φορά τον συγγενή της Τζεβαχίρ Κιλίτς τον Ρεσούλ, του δένουν τα χέρια και στελέχη των ειδικών δυνάμεων τον δέρνουν του θανατά. Μετά του έριξαν ένα μπιτόνι βενζίνη πάνω του και τον έκαψαν ζωντανό. Ο Ρεσούλ μετατράπηκε σε μπάλα φωτιάς, κραυγάζει και ουρλιάζει. Οι γυναίκες προσπάθησαν να τον σβήσουν αλλά τις εμπόδισαν οι στρατιώτες και τις χτύπησαν με τον υποκόπανο του όπλου. Στο μεταξύ ο Ρεσούλ κυλιέται κάτω αλλά για κάποιο διάστημα η φωτιά δεν σβήνει. Εντέλει επειδή στο χώμα είχε πολύ χιόνι έσβησε η φωτιά, αλλά όλο του το δέρμα ήταν καμένο. Οι συγγενείς του για να απαλύνουν τους πόνους του αργότερα, επί ένα μήνα τον κυλούσαν πάνω στα χιόνια¨.
¨Για 13 μέρες μείναμε σε εκείνες τις σκηνές. Την 13η μέρα ήρθε ένας στρατιώτης και ου είπε πως με καλεί ο συνταγματάρχης. Τότε σκέφτηκα πως ¨Πάει χάνομαι¨. Και πήρα μαζί μου και το μωρό στην αγκαλιά για να με λυπηθεί. Βγήκα μπροστά του. Γύρισε και με κοίταξε στο πρόσωπο.
- Ο Σαμπρί είναι ο άντρας σου
- Ναι
- Ο Σαμέτ είναι γιός σου ;
- Ναι
- Η Ζαχιντέ είναι η κόρη σου ;
- Ναι
Με έδειξε με το δάχτυλο και μου είπε ¨Πες την αλήθεια, πού είναι ;¨. Ξαφνικά ήρθε καταπάνω μου, πήρε το παιδί από τα χέρια μου και το πέταξε κάτω. Εγώ έπεσα πάνω από το παιδί μου, και αυτός άρχισε να με κλωτσά. Στο μεταξύ μου φώναζε ¨Σου λέω να μας πεις την αλήθεια και εσύ επαναλαμβάνεις τα ψέματα. Μας έχεις για βλάκες;¨. Όταν ηρέμησε είπε στους στρατιώτες που ήταν στην πόρτα ¨Πάρτε την¨».
Το άρθρο αναδεικνύει το πραγματικό πρόσωπο του πολέμου, φωτίζει τους λόγους που ωθούν χιλιάδες ανθρώπους να πάρουν τους δρόμους της προσφυγιάς. Μεταξύ αυτών και οι εκατοντάδες Κούρδοι Πολιτικοί Πρόσφυγες που ζουν στα στρατόπεδα του Λαυρίου και αφήνονται να πεινάσουν εξαιτίας της βαναυσότητας του ελληνικού κράτους και της κτηνωδίας των αρχών του ΟΗΕ και της Ε.Ε.
Θεωρούμε ότι μόνο ο δρόμος του εργατικού διεθνισμού και της αλληλεγγύης απομένει στον κόσμο της εργασίας που με τους κοινούς του αγώνες πρέπει να ανατρέψει και στις δύο ακτές του Αιγαίου, τις κυβερνήσεις της αντεργατικής λαίλαπας, του κρατικού αυταρχισμού και των πολεμικών τυχοδιωκτισμών. Η υπεράσπιση των μεταναστών και των μειονοτικών πληθυσμών είναι αποκλειστικά υπόθεση των κοινωνικών κινημάτων και όχι των «Μητέρων Πατρίδων», της Εκκλησίας και του Ισλάμ, των Γκρίζων Λύκων και της ναζιστικής Χρυσής Αυγής.
ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου